Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όλα είναι Δυνατά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όλα είναι Δυνατά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Ασκώντας την Χαμένη Τέχνη 2.

  Υπάρχει κάτι αλλόκοτα παρακμιακό στο να εμφανίζεσαι στο εξώφυλλο ενός μεγάλου περιοδικού απλώς επειδή χρησιμοποίησες έναν εναλλακτικό τρόπο προώθησης στην αγορά. Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο αλλόκοτο στο να συνειδητοποιείς πως όλοι αυτοί οι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την καινοτομία του ηλεκτρονικού περιτυλίγματος παρά για το τι υπήρχε μέσα από το περιτύλιγμα, θέλω να μάθω πόσοι από τους αναγνώστες που «κατέβασαν» τη «Σφαίρα του Τρόμου» όντως διάβασαν τη «Σφαίρα του Τρόμου»; Δεν θέλω. Μπορεί να απογοητευτώ βαθιά.
  Το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να είναι ή να μην είναι το βιβλίο του μέλλοντος. Γι' αυτό δεν μου καίγεται καρφί, πιστέψτε με. Για μένα, το να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο ήταν απλώς άλλος ένας τρόπος να συνεχίσω να γράφω ιστορίες κι αυτές οι ιστορίες να φτάνουν σε όσο πιο πολύ κόσμο είναι δυνατόν. Αυτό το βιβλίο μάλλον θα καταλήξει για λίγο στους καταλόγους των μπεστ σέλερ· από αυτή την άποψη έχω σταθεί πολύ τυχερός. Αν το δείτε όμως εκεί, θα σας συμβούλευα να αναρωτηθείτε πόσα άλλα βιβλία με διηγήματα καταλήγουν στους καταλόγους των μπεστ σέλερ στη διάρκεια μιας οποιασδήποτε χρονιάς και για πόσο διάστημα θα συνεχίσουν οι εκδότες να εκδίδουν βιβλία ενός είδους που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους αναγνώστες.
  Για μένα, όμως, υπάρχουν λιγοστές απολαύσεις τόσο υπέροχες όσο το να κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα μια παγερή βραδιά, μ' ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, να ακούω τον αέρα έξω και να διαβάζω μια καλή ιστορία που, μέχρι να ξαπλώσω, θα την έχω τελειώσει. Η συγγραφή τους δεν είναι τόσο απολαυστική. Δεν μπορώ να θυμηθώ παρά δύο διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή-το «Όλα Είναι Δυνατά» και το «Η Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ.»- που γράφτηκαν δίχως πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από το συγκριτικά πενιχρό αποτέλεσμα. Κι όμως, πιστεύω πως πέτυχα να διατηρήσω την τέχνη μου φρέσκια, τουλάχιστον για μένα, κυρίως γιατί αρνούμαι να περάσει μια χρονιά δίχως να γράψω τουλάχιστον ένα δυο διηγήματα. Όχι για τα λεφτά, ούτε ακριβώς από αγάπη, αλλά ως χρέος. Γιατί, αν θέλεις να γράφεις διηγήματα, πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω από το να το σκέφτεσαι. Δεν είναι σαν να κάνεις ποδήλατο, αλλά σαν να ασκείσαι στο γυμναστήριο. Έχεις δύο επιλογές: είτε το κάνεις είτε το χάνεις.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Ασκώντας Tη Χαμένη Τέχνη.

   Έχω γράψει κάμποσες φορές για τη χαρά της συγγραφής και δεν βλέπω κάποιο λόγο να αναφερθώ ξανά σ' αυτό το θέμα, όμως να μια εξομολόγηση: η επιχειρηματική του πλευρά είναι κάτι που απολαμβάνω επίσης, ένα τρελό χόμπι μου κατά κάποιον τρόπο. Μου αρέσει να παίζω μ' αυτή, να δοκιμάζω καινούριους τρόπους, να μεταπηδώ από το ένα μέσο στο άλλο. Έχω δοκιμάσει να φτιάξω οπτικά μυθιστορήματα (Η Καταιγίδα του Αιώνα, Ρόουζ Ρεντ), μυθιστορήματα σε συνέχειες (Το Πράσινο Μίλι) και μυθιστορήματα σε συνέχειες στο Ίντερνετ (Το Φυτό). Το ζήτημα δεν είναι να βγάλω περισσότερα λεφτά, ούτε ακριβώς να δημιουργήσω νέες αγορές· είναι να δοκιμάσω να δω στην πράξη και την τέχνη της συγγραφής με διαφορετικούς τρόπους, ανανεώνοντας έτσι τη διαδικασία και διατηρώντας τα δημιουργήματα -τις ιστορίες, με άλλα λόγια- όσο πιο ζωντανά γίνεται.
   Στην προηγούμενη πρόταση αρχικά πήγα να γράψω «διατηρώντας [τις ιστορίες] φρέσκες» και ύστερα έσβησα τη φράση, για να είμαι ειλικρινής. Θέλω να πω, ελάτε τώρα, κυρίες και κύριοι, ποιον θα μπορούσα να κοροϊδέψω τώρα πια, πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό; Πούλησα την πρώτη μου ιστορία όταν ήμουν είκοσι ενός ετών και τριτοετής στο πανεπιστήμιο. Τώρα είμαι πενήντα τεσσάρων κι έχω γράψει κάμποσες λέξεις στον υπολογιστή πάνω στον οποίο κρεμώ το καπελάκι μου των Ρεντ Σοξ. Η τέχνη της συγγραφής ιστοριών δεν είναι καινούρια για μένα εδώ και πολύ καιρό, όμως αυτό δεν σημαίνει πως έχει χάσει τη γοητεία της. Αν δεν βρίσκω τρόπους, όμως, για να τη διατηρώ ζωντανή και ενδιαφέρουσα, γρήγορα θα καταντήσει γέρικη και κουρασμένη. Δεν θέλω να συμβεί αυτό, γιατί δεν θέλω να κοροϊδεύω τον κόσμο που διαβάζει αυτά που γράφω (δηλαδή εσένα, αγαπητέ Σταθερέ Αναγνώστη), και δεν θέλω να κοροϊδεύω ούτε εμένα. Εν τέλει, σ' αυτή την υπόθεση είμαστε μαζί. Είναι το ραντεβού μας. Πρέπει να περάσουμε καλά μαζί, να χορέψουμε, να διασκεδάσουμε.
  Η συγγραφή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο είναι, πιστεύω, μια χαμένη τέχνη.Η συγγραφή θεατρικών έργων στο σαιξπηρικό ύφος -κωμωδίες και τραγωδίες σε ανομοιοκατάληκτους στίχους- είναι επίσης μια τέχνη που έχει χαθεί.Η ποίηση δεν είναι χαμένη τέχνη. Η ποίηση είναι καλύτερη από ποτέ.Το διήγημα, επίσης, δεν είναι χαμένη τέχνη, όμως θα έλεγα πως είναι πολύ πιο κοντά από την ποίηση στο χείλος του βαράθρου της λήθης. Όταν πούλησα το πρώτο μου διήγημα, στο υπέροχα μακρινό παρελθόν, δηλαδή το 1968, ήδη θρηνούσα για τη σταθερή εξαφάνιση της αγοράς του διηγήματος: τα φτηνά λαϊκά περιοδικά είχαν χαθεί, τα περιοδικά-συλλογές χάνονταν, τα εβδομαδιαία έντυπα ψυχορραγούσαν.Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχω δει την αγορά του διηγήματος να συρρικνώνεται κι άλλο. Ο Θεός να ευλογεί τα μικρά περιοδικά, στα οποία νέοι συγγραφείς μπορούν ακόμη να δημοσιεύσουν τα διηγήματά τους με αμοιβή κάποια αντίτυπα του περιοδικού, ο Θεός να ευλογεί τους συντάκτες που εξακολουθούν να διαβάζουν ό,τι ανοησίες τούς στέλνουν (και μάλιστα μετά από όλο αυτό τον πανικό με τον άνθρακα το 2001), και ο Θεός να ευλογεί τους εκδότες που περιστασιακά δίνουν ακόμη το πράσινο φως για κάποια ανθολογία αδημοσίευτων διηγημάτων, όμως δεν θα χρειαστεί να σπαταλήσει ο Θεός όλη του τη μέρα -ακόμη και το διάλειμμά του για καφέ- ευλογώντας τους. Δέκα δεκαπέντε λεπτά αρκούν. Είναι λιγοστοί, και κάθε χρόνο λιγοστεύουν κι άλλο. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να γράφω διηγήματα, εν μέρει γιατί οι ιδέες εξακολουθούν να ξεπηδούν στο μυαλό μου κάπου κάπου -όμορφες, σύντομες, συμπυκνωμένες ιδέες, που φωνάζουν για τρεις χιλιάδες λέξεις, ίσως για εννέα χιλιάδες, το πολύ για δεκαπέντε- κι εν μέρει γιατί είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώνω, τουλάχιστον στον εαυτό μου, πως δεν ξεπουλήθηκα, ό,τι κι αν πιστεύουν οι πιο σκληροί επικριτές μου. Ένα διήγημα μοιάζει με το μοναδικό χειροποίητο κομμάτι που αγοράζει κανείς στο μαγαζί ενός τεχνίτη. Αν έχει δηλαδή την υπομονή να περιμένει καθώς φτιάχνεται με το χέρι στο πίσω δωμάτιο-εργαστήρι.

Stephen King.