Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Ασκώντας την Χαμένη Τέχνη 2.

  Υπάρχει κάτι αλλόκοτα παρακμιακό στο να εμφανίζεσαι στο εξώφυλλο ενός μεγάλου περιοδικού απλώς επειδή χρησιμοποίησες έναν εναλλακτικό τρόπο προώθησης στην αγορά. Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο αλλόκοτο στο να συνειδητοποιείς πως όλοι αυτοί οι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την καινοτομία του ηλεκτρονικού περιτυλίγματος παρά για το τι υπήρχε μέσα από το περιτύλιγμα, θέλω να μάθω πόσοι από τους αναγνώστες που «κατέβασαν» τη «Σφαίρα του Τρόμου» όντως διάβασαν τη «Σφαίρα του Τρόμου»; Δεν θέλω. Μπορεί να απογοητευτώ βαθιά.
  Το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να είναι ή να μην είναι το βιβλίο του μέλλοντος. Γι' αυτό δεν μου καίγεται καρφί, πιστέψτε με. Για μένα, το να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο ήταν απλώς άλλος ένας τρόπος να συνεχίσω να γράφω ιστορίες κι αυτές οι ιστορίες να φτάνουν σε όσο πιο πολύ κόσμο είναι δυνατόν. Αυτό το βιβλίο μάλλον θα καταλήξει για λίγο στους καταλόγους των μπεστ σέλερ· από αυτή την άποψη έχω σταθεί πολύ τυχερός. Αν το δείτε όμως εκεί, θα σας συμβούλευα να αναρωτηθείτε πόσα άλλα βιβλία με διηγήματα καταλήγουν στους καταλόγους των μπεστ σέλερ στη διάρκεια μιας οποιασδήποτε χρονιάς και για πόσο διάστημα θα συνεχίσουν οι εκδότες να εκδίδουν βιβλία ενός είδους που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους αναγνώστες.
  Για μένα, όμως, υπάρχουν λιγοστές απολαύσεις τόσο υπέροχες όσο το να κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα μια παγερή βραδιά, μ' ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, να ακούω τον αέρα έξω και να διαβάζω μια καλή ιστορία που, μέχρι να ξαπλώσω, θα την έχω τελειώσει. Η συγγραφή τους δεν είναι τόσο απολαυστική. Δεν μπορώ να θυμηθώ παρά δύο διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή-το «Όλα Είναι Δυνατά» και το «Η Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ.»- που γράφτηκαν δίχως πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από το συγκριτικά πενιχρό αποτέλεσμα. Κι όμως, πιστεύω πως πέτυχα να διατηρήσω την τέχνη μου φρέσκια, τουλάχιστον για μένα, κυρίως γιατί αρνούμαι να περάσει μια χρονιά δίχως να γράψω τουλάχιστον ένα δυο διηγήματα. Όχι για τα λεφτά, ούτε ακριβώς από αγάπη, αλλά ως χρέος. Γιατί, αν θέλεις να γράφεις διηγήματα, πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω από το να το σκέφτεσαι. Δεν είναι σαν να κάνεις ποδήλατο, αλλά σαν να ασκείσαι στο γυμναστήριο. Έχεις δύο επιλογές: είτε το κάνεις είτε το χάνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: