Οι μπεϊμπισίτερ διαδέχονταν η μία την άλλη όσο μείναμε στο Ουισκόνσιν. Δεν ξέρω αν έφευγαν επειδή εγώ κι ο Ντέιβιντ ήμασταν μπελάς ή γιατί έβρισκαν πιο επικερδείς δουλειές ή γιατί η μητέρα μου απαιτούσε υψηλότερα στάνταρ από αυτά που ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν πολλές. Η μόνη που θυμάμαι κάπως καθαρά είναι η Γιούλα, ή μπορεί και να λεγόταν Μπιούλα. Ήταν έφηβη, μεγάλη όσο το σπίτι, και γελούσε πολύ. Η Γιούλα-Μπιούλα είχε υπέροχη αίσθηση του χιούμορ -ακόμη και στα τέσσερά μου το αναγνώριζα-, αλλά ήταν μια επικίνδυνη αίσθηση του χιούμορ˙ μια πιθανή βροντή έμοιαζε να κρύβεται στο κάθε ξέσπασμα χαράς της, που συνοδευόταν από τινάγματα του κεφαλιού, λικνίσματα του πισινού και φιλικά χτυπήματα στο χέρι. Όταν βλέπω εκείνες τις σκηνές τραβηγμένες με κρυφές κάμερες, όπου αληθινές μπεϊμπισίτερ και νταντάδες ξάφνου οργίζονται και χτυπάνε τα πιτσιρίκια, θυμάμαι πάντα τις μέρες μου με τη Γιούλα-Μπιούλα.
Ήταν τόσο σκληρή με τον αδελφό μου τον Ντέιβιντ όσο ήταν μ’ εμένα; Δεν ξέρω αυτός δεν υπάρχει σε καμία από τούτες τις εικόνες. Συν τοις άλλοις, θα κινδύνευε λιγότερο από τους επικίνδυνους ανέμους του τυφώνα Γιούλα-Μπιούλα˙ στα έξι του, θα ήταν στην πρώτη δημοτικού και εκτός του βεληνεκούς των πυροβόλων τις περισσότερες ώρες της ημέρας.Η Γιούλα-Μπιούλα μιλούσε στο τηλέφωνο, γελούσε με ό,τι της έλεγε ο συνομιλητής της και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Με αγκάλιαζε, με γαργαλούσε, μ’ έκανε να γελάσω κι έπειτα, γελώντας ακόμα, μου ‘ριχνε μια κατακεφαλιά, τόσο δυνατή που έπεφτα στο πάτωμα. Ύστερα με γαργαλούσε με τα ξυπόλυτα πόδια της μέχρι που γελούσαμε ξανά κι οι δυο.
Η Γιούλα-Μπιούλα ήταν επιρρεπής στις πορδές˙ από κείνες που είναι και δυνατές και βρομερές. Μερικές φορές, όταν τυραννιόταν από δαύτες, με πετούσε στον καναπέ, έβαζε το πρόσωπό μου στον πισινό της, με τη μάλλινη φούστα της, και τις αμολούσε. «Μπαμ!» φώναζε με αγαλλίαση. Ήταν σαν να ‘μουν θαμμένος μέσα σε πυροτεχνήματα μεθανίου. Θυμάμαι το σκοτάδι, την αίσθηση ότι πάθαινα ασφυξία, και θυμάμαι να γελάω. Γιατί, ενώ αυτό που συνέβαινε ήταν κατά κάποιον τρόπο φρικτό, ήταν επίσης κατά κάποιον τρόπο αστείο. Από πολλές απόψεις η Γιούλα-Μπιούλα με προετοίμασε για την βιβλιοκριτική. Όταν έχεις ζήσει την εμπειρία να τις αμολάει στο πρόσωπό σου μια μπεϊμπισίτερ βάρους εκατό κιλών φωνάζοντας Μπαμ!, η Village Voice δε σε τρομάζει.
1 σχόλιο:
Όσες φορές κι αν το διαβάσω αυτό το κομμάτι πάντα θα μου φαίνεται απίστευτος ο τρόπος που το περιγράφει ο Stephen, αλλά και απόλυτα αηδιαστικό. Θεέ μου, δεν είναι περίεργο που γράφει τέτοιες ιστορίες μετά από αυτή τη νταντά.
Δημοσίευση σχολίου